- προσεπιδράσσομαι
- και αττ. τ. προσεπιδράττομαι Α1. αρπάζω κάτι για τον εαυτό μου και τό οικειοποιούμαι («τῆς Ἀσίας βούλονταί τινα προσεπιδράττεσθαι», Πολ.)2. μτφ. επισύρω κάτι εναντίον μου («προσεπιδραττομένους ἅμα καὶ τὸν ἐξακολουθοῡντα τοῑς τοιούτοις φθόνον», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιδράσσομαι / ἐπιδράττομαι «πιάνω με τα χέρια»].
Dictionary of Greek. 2013.